- χελιχελώνη
- χελιχελώνηfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χελιχελώνη — ἡ, Α παιδικό παιχνίδι κοριτσιών, πρόδρομος τού σημερινού παιχνιδιού Η μικρή Ελένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας, σχηματισμένος από τη λ. χελώνη με εκφραστικό διπλασιασμό, ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το χελύννα, αιολ. τ.… … Dictionary of Greek
Хелихелона — (Χελιχελώνη) у древних греков игра с пением, в которой участвовали девушки. Н. О … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона